περίσταλση

περίσταλση
η, Ν
βιολ. ακούσιες κινήσεις και συσπάσεις τών επιμήκων και κυκλικών μυϊκών στιβάδων τού τοιχώματος κυρίως τού πεπτικού σωλήνα αλλά και άλλων, αγωγών τού σώματος, ο συνδυασμός τών οποίων χρησιμεύει για να βραχύνει και να πιέζει τα τοιχώματα ώστε το περιεχόμενο τής τροφής να ωθείται κατά μήκος τού πεπτικού σωλήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peristalsis < περισταλτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περισταλτισμός — Τύπος κινητικής δραστηριότητας, χαρακτηριστικής μερικών κοίλων οργάνων με μυϊκό τοίχωμα. Ο π. χαρακτηρίζεται από ένα κύμα σύσπασης που διατρέχει το όργανο και του οποίου προηγείται ένα κύμα διαστολής· αποτέλεσμα των διαδοχικών αυτών κινήσεων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”